Lebensführung - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Lebensführung - translation to Αγγλικά


Lebensführung         
n. lifestyle, way of life, behavior, conduct, manner of acting, manner of acting in one's life

Βικιπαίδεια

Lebensführung
Als Lebensführung (oder Lebenswandel) wird in der Umgangssprache die Art und Weise bezeichnet, mit der Personen ihren Alltag praktisch gestalten.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για Lebensführung
1. Bei einer bescheidenen Lebensführung sei das Existenzminimum gesichert.
2. Nur wenn Tatsachen vorliegen Zwar beträfen Online–Durchsuchungen den Kernbereich privater Lebensführung, sagte Uhl.
3. "Ihre Lebensführung geht uns jedoch nichts an, dafür gibt es andere Instanzen", meinte der Richter.
4. Sie verspreche sich «eine straffere und effizientere Kontrolle der Lebensführung von Straftätern», so ihr Ministerium.
5. Sie sei eine Steuervergünstigung für die private Lebensführung; die Arbeit beginne hingegen erst am Werkstor.